- ἀπόπτωμα
- -ατος τό N 3 0-2-0-0-0=2 JgsB 20,6.10error; neol.?
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
απόπτωμα — ἀπόπτωμα, το (AM) [αποπίπτω] πλάνη, παράπτωμα αρχ. ατύχημα, δυστύχημα … Dictionary of Greek
ἀπόπτωμα — unlucky chance neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποπτωμάτων — ἀπόπτωμα unlucky chance neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποπτώμασιν — ἀπόπτωμα unlucky chance neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποπτώματα — ἀπόπτωμα unlucky chance neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)